ἱμανήθρη

ἱμανήθρη
ἱμανήθρη
Grammatical information: f.
Meaning: `well-rope' (Herod. 5, 11).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) a. o. (Schwyzer 533, Chantr. Form. 373f.), so from a verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) or *ἱμαίνω; s. on ἱμάς (esp. ἱμονιά).
Page in Frisk: 1,723

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιμανήθρη — ἱμανήθρη, ἡ (Α) ιμονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από *ἱμανῶ < *ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα η θρα (< επίθημα θρον / θρα παρεκτεταμένο με η ), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] …   Dictionary of Greek

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • ιμονιά — ἱμονιά, ἡ (ΑΜ) 1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι 2. μήκος σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από *ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman «όριο» και ελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”